Global en grec
Traduction: global, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ποδιά, παγκοσμίως, ακαθάριστος, γεμάτος, ολικός, περιεκτικός, γενικός, υφήλιος, κόσμος, στρατηγός, πρόστυχος, χοντρός, συνολικός, ολόκληρος, παγκόσμιος, συσσωμάτωμα, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): global
counter strike, ets global, global agenda, global antonymes, global bioenergies, global dictionnaire de langue grec, global en grec
Traductions
- glissées en grec - γλίστρησε, έκανε, έκανε το, γλιστρήσει, έπεσε
- glissés en grec - έσυραν, σέρνεται, συρθεί, σύρονται, σύρθηκε
- globalisation en grec - παγκοσμιοποίηση, παγκοσμιοποίησης, της παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση, την παγκοσμιοποίηση
- globe en grec - υφήλιος, μπάλα, κόσμος, κουβάρι, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, ...
Mots aléatoires
Global en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ποδιά, παγκοσμίως, ακαθάριστος, γεμάτος, ολικός, περιεκτικός, γενικός, υφήλιος, κόσμος, στρατηγός, πρόστυχος, χοντρός, συνολικός, ολόκληρος, παγκόσμιος, συσσωμάτωμα, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Traductions: ποδιά, παγκοσμίως, ακαθάριστος, γεμάτος, ολικός, περιεκτικός, γενικός, υφήλιος, κόσμος, στρατηγός, πρόστυχος, χοντρός, συνολικός, ολόκληρος, παγκόσμιος, συσσωμάτωμα, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό