Gonflée en grec
Traduction: gonflée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gonflée
amygdale, amygdale gonflée, cheville gonflée, gencive, gencive gonflée, gonflée dictionnaire de langue grec, gonflée en grec
Traductions
- gonflèrent en grec - πρήστηκε, διογκωμένων, διογκώθηκε, διογκώνεται, διογκωμένο
- gonflé en grec - φουσκωμένα, φουσκωμένο, διογκώνεται, διογκωθεί, φουσκώνεται
- gonflées en grec - πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
- gonflés en grec - φουσκωμένα, φουσκωμένο, διογκώνεται, διογκωθεί, φουσκώνεται
Mots aléatoires
Gonflée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Traductions: παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι