Grésiller en grec
Traduction: grésiller, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τριζοβολώ, ράγισμα, τιτιβίζω, ραγίζω, κροτάλισμα, ρωγμή, σπάζω, τρίξιμο, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): grésiller
gaspiller conjugaison, gaspiller en anglais, gaspiller traduction, grésiller antonymes, grésiller conjugaison, grésiller dictionnaire de langue grec, grésiller en grec
Traductions
- grégaire en grec - κοινωνικός, αγελαίος, gregarious, αγελαίο, αγελαία, κοινωνικοί
- grésil en grec - χιονόνερο, το χιονόνερο, χιονόνερου, χαλάζι, το χαλάζι
- gréviste en grec - απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
- grêle en grec - αραιώνω, ψιλός, λιγνός, χαλαζοθύελλα, αραιός, καταιγισμός, χαλάζι, ...
Mots aléatoires
Grésiller en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τριζοβολώ, ράγισμα, τιτιβίζω, ραγίζω, κροτάλισμα, ρωγμή, σπάζω, τρίξιμο, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Traductions: τριζοβολώ, ράγισμα, τιτιβίζω, ραγίζω, κροτάλισμα, ρωγμή, σπάζω, τρίξιμο, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος