Grever en grec
Traduction: grever, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατηγορία, μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω, φροντίδα, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): grever
graver cd, grever antonymes, grever conjugaison, grever de droits réels, grever droit, grever dictionnaire de langue grec, grever en grec
Traductions
- grenouille en grec - βάτραχος, βάτραχο, βατράχου, βατράχων
- grenouilles en grec - βατράχια, βάτραχοι, βατράχων, βατράχους, τους βατράχους
- gribouillage en grec - ορνιθοσκαλίσματα, κακογραφία, κακογράφω, γράφουνε
- gribouiller en grec - γράσο, γρατσουνιά, αμυχή, ξύνω, ορνιθοσκαλίσματα, γρατσουνίζω, λιπαντικό, ...
Mots aléatoires
Grever en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατηγορία, μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω, φροντίδα, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Traductions: κατηγορία, μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω, φροντίδα, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει