Guidèrent en grec
Traduction: guidèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καθοδηγείται, καθοδηγούνται, καθοδηγούμενη, οδηγείται, γνώμονα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): guidèrent
guidèrent antonymes, guidèrent grammaire, guidèrent mots croisés, guidèrent signification, guidèrent synonyme, guidèrent dictionnaire de langue grec, guidèrent en grec
Traductions
- guidons en grec - ξεναγός, οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ, τιμόνι, τιμόνια, το τιμόνι, ...
- guidâmes en grec - τους οδήγησε, τους καθοδήγησε, καθοδήγησε, τους διηύθυνε, δεν τους διηύθυνε
- guidé en grec - καθοδηγείται, καθοδηγούνται, καθοδηγούμενη, οδηγείται, γνώμονα
- guidée en grec - Καθοδηγούμενη, καθοδηγείται, καθοδηγούνται, Οργανωμένες, με οδηγό
Mots aléatoires
Guidèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καθοδηγείται, καθοδηγούνται, καθοδηγούμενη, οδηγείται, γνώμονα
Traductions: καθοδηγείται, καθοδηγούνται, καθοδηγούμενη, οδηγείται, γνώμονα