Hérissé en grec
Traduction: hérissé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δύσκολος, ακανθώδης, ευερέθιστος, σκληρότριχος, bristly, αγκαθωτούς, τριχωτή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): hérissé
hérisser le poil, hérissé antonyme, hérissé antonymes, hérissé chantal, hérissé de, hérissé dictionnaire de langue grec, hérissé en grec
Traductions
- hérisser en grec - αναμαλλιάζω, ανατριχιάζω, τρίχα, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ...
- hérisson en grec - σκατζόχοιρος, σκαντζόχοιρος, τύπου ακανθόχοιρου
- hérita en grec - κληρονόμησε, κληρονομήσει, κληρονομείται, κληρονόμησαν, κληρονομούνται
- héritage en grec - κληρονομιά, διαδοχή, σειρά, κειμήλιο, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, ...
Mots aléatoires
Hérissé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δύσκολος, ακανθώδης, ευερέθιστος, σκληρότριχος, bristly, αγκαθωτούς, τριχωτή
Traductions: δύσκολος, ακανθώδης, ευερέθιστος, σκληρότριχος, bristly, αγκαθωτούς, τριχωτή