Hésitant en grec
Traduction: hésitant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διστακτικός, ανερμάτιστος, άτολμος, επισφαλής, ανασφαλής, ασταθής, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): hésitant
hésitant antonyme, hésitant antonymes, hésitant contraire, hésitant en 8 lettres, hésitant en anglais, hésitant dictionnaire de langue grec, hésitant en grec
Traductions
- hésita en grec - δίστασε, δίστασαν, διστάσει, δίσταζε, δίσταζαν
- hésitai en grec - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- hésitation en grec - δισταγμός, διακύμανση, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
- hésitent en grec - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Mots aléatoires
Hésitant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διστακτικός, ανερμάτιστος, άτολμος, επισφαλής, ανασφαλής, ασταθής, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
Traductions: διστακτικός, ανερμάτιστος, άτολμος, επισφαλής, ανασφαλής, ασταθής, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό