Habilité en grec
Traduction: habilité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εξουσιοδοτεί, ενδυναμώνει
Autres langues
Mots associés / Définition (def): habilité
habileté habilité, habileté remarquable, habilite antonymes, habilite be, habilite grammaire, habilité dictionnaire de langue grec, habilité en grec
Traductions
- habileté en grec - ευστροφία, πανουργία, καταλληλότητα, φιλοτεχνία, πραγματογνωμοσύνη, δεξιοτεχνία, τέχνη, ...
- habilitation en grec - Ενδυνάμωση, χειραφέτηση, χειραφέτηση των, Ενδυνάμωσης, τη χειραφέτηση
- habiliter en grec - επιτρέπω, εξουσιοδοτώ, τιτλοφορώ, ένταλμα, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, ...
- habilité en grec - πρόκριση, χωρητικότητα, ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, διεύθυνση, κλίση, ...
Mots aléatoires
Habilité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εξουσιοδοτεί, ενδυναμώνει
Traductions: εξουσιοδοτεί, ενδυναμώνει