Habituèrent en grec
Traduction: habituèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): habituèrent
habituèrent antonymes, habituèrent grammaire, habituèrent mots croisés, habituèrent signification, habituèrent synonyme, habituèrent dictionnaire de langue grec, habituèrent en grec
Traductions
- habituons en grec - εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
- habituâmes en grec - συνηθίσει, συνήθισαν, συνήθισα, συνηθίζεται, συνηθίσαμε
- habitué en grec - που χρησιμοποιούνται για την, χρησιμοποιούνται για την, χρησιμοποιείται για να, που χρησιμοποιείται για, χρησιμοποιούνται για να
- habituée en grec - συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
Mots aléatoires
Habituèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
Traductions: συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν