Homologuer en grec

Traduction: homologuer, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επικυρώνω, εγκρίνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, επιδοκιμάζω, κυρώνω, επικύρωση, probate, διαθήκην, δημοσίευσης διαθήκης, επικύρωσης διαθηκών
Homologuer en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): homologuer

dirt homologuer, homologue, homologue en anglais, homologuer antonymes, homologuer définition, homologuer dictionnaire de langue grec, homologuer en grec

Traductions

  • homologation en grec - πρόκριση, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
  • homologue en grec - κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ομόλογό, ομόλογός, ομόλογό του, τον ομόλογό, ...
  • homonyme en grec - συνώνυμος, ομώνυμο, συνονόματό, συνονόματος, ομώνυμος
  • homonymie en grec - αποσαφήνιση, αποσαφήνισης, αποσαφήνιση η, η αποσαφήνιση, αποσαφήνισης που
Mots aléatoires
Homologuer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επικυρώνω, εγκρίνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, επιδοκιμάζω, κυρώνω, επικύρωση, probate, διαθήκην, δημοσίευσης διαθήκης, επικύρωσης διαθηκών