Ignoble en grec
Traduction: ignoble, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαβόητος, ακατάστατος, αξιοκαταφρόνητος, ευτελής, τσιγκούνης, σημαίνω, βάθρο, σατανικός, σκορβούτο, επονείδιστος, εννοώ, παραδόπιστος, ποταπός, κακός, πρόστυχος, αγενής, επαίσχυντη, επαίσχυντης, ποταπό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ignoble
destrier ignoble, ig nobel price, ig nobel prize, ignoble antonyme, ignoble antonymes, ignoble dictionnaire de langue grec, ignoble en grec
Traductions
- ignifugé en grec - πυρασφαλείας, πυρίμαχο, Πυρίμαχα, αντιπυρικό, αντιπυρικά
- ignition en grec - μίζα, ανάφλεξη, διακόπτης, πυροδότηση, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, ...
- ignominie en grec - όνειδος, επίπληξη, δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ταπείνωση, ατιμία, ...
- ignominieux en grec - σατανικός, επονείδιστος, επαίσχυντος, κακός, αισχρός, άτιμος, ατιμωτικό, ...
Mots aléatoires
Ignoble en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαβόητος, ακατάστατος, αξιοκαταφρόνητος, ευτελής, τσιγκούνης, σημαίνω, βάθρο, σατανικός, σκορβούτο, επονείδιστος, εννοώ, παραδόπιστος, ποταπός, κακός, πρόστυχος, αγενής, επαίσχυντη, επαίσχυντης, ποταπό
Traductions: διαβόητος, ακατάστατος, αξιοκαταφρόνητος, ευτελής, τσιγκούνης, σημαίνω, βάθρο, σατανικός, σκορβούτο, επονείδιστος, εννοώ, παραδόπιστος, ποταπός, κακός, πρόστυχος, αγενής, επαίσχυντη, επαίσχυντης, ποταπό