Immédiat en grec
Traduction: immédiat, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γρήγορος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, γοργός, στιγμιαίος, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): immédiat
achat immédiat, credit immédiat, crédit immédiat, danger immédiat, débit immédiat, immédiat dictionnaire de langue grec, immédiat en grec
Traductions
- immunisé en grec - ανθεκτικός, άτρωτος, απόδειξη, ανεκτικός, πειστήριο, απρόσβλητος, ανοσοποιητικό, ...
- immunité en grec - αντοχή, αντίσταση, ασυλία, ανοσία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
- immédiate en grec - άμεσος, Άμεση, Άμεσα, Η άμεση, Άμεσες
- immédiatement en grec - εφάπαξ, κάποτε, αμέσως, τώρα, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Mots aléatoires
Immédiat en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γρήγορος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, γοργός, στιγμιαίος, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Traductions: γρήγορος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, γοργός, στιγμιαίος, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα