Immoralité en grec
Traduction: immoralité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): immoralité
immoralité amoralité, immoralité antonymes, immoralité des fleurs du mal, immoralité du théâtre, immoralité grammaire, immoralité dictionnaire de langue grec, immoralité en grec
Traductions
- immondices en grec - σκουπίδια, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
- immoral en grec - αισχρός, άσεμνος, ανήθικος, ανήθικο, ανήθικη, ανήθικες, ανήθικα
- immortaliser en grec - αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει
- immortalité en grec - αθανασία, αθανασίας, την αθανασία, της αθανασίας, η αθανασία
Mots aléatoires
Immoralité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
Traductions: ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας