Immortalité en grec
Traduction: immortalité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αθανασία, αθανασίας, την αθανασία, της αθανασίας, η αθανασία
Autres langues
Mots associés / Définition (def): immortalité
immortalité 2045, immortalité antonymes, immortalité biologique, immortalité de l'ame, immortalité définition, immortalité dictionnaire de langue grec, immortalité en grec
Traductions
- immoralité en grec - ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
- immortaliser en grec - αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει
- immortel en grec - αθάνατος, αθάνατο, αθάνατη, αθάνατα, αθάνατες
- immuable en grec - αμετάβλητος, αδιάκοπος, αναλλοίωτος, ακίνητος, συνεχής, αμετάβλητη, αναλλοίωτη, ...
Mots aléatoires
Immortalité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αθανασία, αθανασίας, την αθανασία, της αθανασίας, η αθανασία
Traductions: αθανασία, αθανασίας, την αθανασία, της αθανασίας, η αθανασία