Immunisation en grec
Traduction: immunisation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως
Autres langues
Mots associés / Définition (def): immunisation
allo immunisation, immunisation active, immunisation anti hla, immunisation antonymes, immunisation coqueluche, immunisation dictionnaire de langue grec, immunisation en grec
Traductions
- immortel en grec - αθάνατος, αθάνατο, αθάνατη, αθάνατα, αθάνατες
- immuable en grec - αμετάβλητος, αδιάκοπος, αναλλοίωτος, ακίνητος, συνεχής, αμετάβλητη, αναλλοίωτη, ...
- immuniser en grec - διασφαλίζω, ανοσοποιώ, ανοσοποιούν, ανοσοποιεί, ανοσοποίηση
- immunisé en grec - ανθεκτικός, άτρωτος, απόδειξη, ανεκτικός, πειστήριο, απρόσβλητος, ανοσοποιητικό, ...
Mots aléatoires
Immunisation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως
Traductions: ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως