Impédance en grec
Traduction: impédance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αντίσταση, αντοχή, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): impédance
calcul impédance, impedance, impédance acoustique, impédance antonymes, impédance caractéristique, impédance dictionnaire de langue grec, impédance en grec
Traductions
- imputation en grec - απόδοση, καταλογισμού του φόρου, τεκμαρτής εκτίμησης, τεκμαρτή εκτίμηση, τον καταλογισμό
- imputer en grec - ιδιότητα, αναθέτω, διορίζω, επιρρίπτω, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, ...
- impénitent en grec - αμετανόητος, αμετανόητοι, αμετανόητους, αμετανόητη, αμετανόητο
- impénétrabilité en grec - αδιαχώρητο, αδιαπέραστο, αδιαπερατότητα, ερμητικότητα, αδιαφάνεια
Mots aléatoires
Impédance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αντίσταση, αντοχή, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
Traductions: αντίσταση, αντοχή, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης