Impératif en grec

Traduction: impératif, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Impératif en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): impératif

aller impératif, conjugaison impératif, conjugaison impératif espagnol, imperatif, impératif allemand, impératif dictionnaire de langue grec, impératif en grec

Traductions

  • impénétrabilité en grec - αδιαχώρητο, αδιαπέραστο, αδιαπερατότητα, ερμητικότητα, αδιαφάνεια
  • impénétrable en grec - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
  • impératifs en grec - επιταγές, επιταγών, επιτακτικές ανάγκες, επιτακτικών αναγκών που επιβάλλουν, προσταγές
  • impérativement en grec - επιτακτικά, οπωσδήποτε, υποχρεωτικά, οπωσδήποτε να, απαρεγκλίτως
Mots aléatoires
Impératif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό