Impérial en grec
Traduction: impérial, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
Autres langues
Mots associés / Définition (def): impérial
agent impérial, bus impérial, cinéma impérial, cinéma lunéville impérial, compiègne, impérial dictionnaire de langue grec, impérial en grec
Traductions
- impérativement en grec - επιτακτικά, οπωσδήποτε, υποχρεωτικά, οπωσδήποτε να, απαρεγκλίτως
- impératrice en grec - αυτοκράτειρα, αυτοκράτειρας, Empress, η αυτοκράτειρα, την αυτοκράτειρα
- impérialisme en grec - ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλισμού, ιμπεριαλισμό, τον ιμπεριαλισμό, του ιμπεριαλισμού
- impérieux en grec - επιτακτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, προστακτική, επείγων, άμεσος, δεσποτικός, ...
Mots aléatoires
Impérial en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
Traductions: αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού