Impérieux en grec
Traduction: impérieux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιτακτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, προστακτική, επείγων, άμεσος, δεσποτικός, αλαζονικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): impérieux
définition impérieux, impérieux antonyme, impérieux antonymes, impérieux cnrtl, impérieux définition, impérieux dictionnaire de langue grec, impérieux en grec
Traductions
- impérial en grec - αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
- impérialisme en grec - ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλισμού, ιμπεριαλισμό, τον ιμπεριαλισμό, του ιμπεριαλισμού
- impérissable en grec - αθάνατος, αδιάπτωτος, συνεχής, άφθαρτος, άφθαρτο, άφθαρτη, άφθαρτα, ...
- impétigo en grec - έκζεμα προσώπου, μολυσματικό κηρίο, κηρίο, έκζεμα, κηρίου
Mots aléatoires
Impérieux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιτακτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, προστακτική, επείγων, άμεσος, δεσποτικός, αλαζονικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Traductions: επιτακτικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, προστακτική, επείγων, άμεσος, δεσποτικός, αλαζονικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο