Impudique en grec
Traduction: impudique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αδιάντροπος, ακάθαρτος, βρώμικος, ανάρμοστος, ασύστολος, χυδαίος, απρεπής, ξετσίπωτος, αισχρός, άσεμνος, αναιδής, άτακτα, απρεπή, απρεπείς
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): impudique
impudique antonymes, impudique confession, impudique dans la bible, impudique définition biblique, impudique définition wikipedia, impudique dictionnaire de langue grec, impudique en grec
Traductions
- impudent en grec - ασύστολος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος, θρασύς, ιταμός, αναιδής, αναίσχυντος, ...
- impudeur en grec - αναίδεια, ξεδιαντροπιά, αναισχυντία, αναισχυντίας, θρασύτητας
- impuissance en grec - ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, της ανικανότητας
- impuissant en grec - ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Mots aléatoires
Impudique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αδιάντροπος, ακάθαρτος, βρώμικος, ανάρμοστος, ασύστολος, χυδαίος, απρεπής, ξετσίπωτος, αισχρός, άσεμνος, αναιδής, άτακτα, απρεπή, απρεπείς
Traductions: αδιάντροπος, ακάθαρτος, βρώμικος, ανάρμοστος, ασύστολος, χυδαίος, απρεπής, ξετσίπωτος, αισχρός, άσεμνος, αναιδής, άτακτα, απρεπή, απρεπείς