Incertitude en grec
Traduction: incertitude, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμφισβητώ, αναστέλλω, αμφιβολία, κρεμώ, αβεβαιότητα, αμφιβάλλω, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): incertitude
formule incertitude, incertitude absolue, incertitude absolue et relative, incertitude antonymes, incertitude calcul, incertitude dictionnaire de langue grec, incertitude en grec
Traductions
- incendier en grec - εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω, φωτίζω, ανάβω, φωτερός, ξανθός, ...
- incertain en grec - ασυνεπής, επισφαλής, ολισθηρός, ανασφαλής, διστακτικός, ζαλισμένος, ανερμάτιστος, ...
- incessamment en grec - συνεχώς, σύντομα, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, διαρκώς
- incessant en grec - ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, αδιάκοπος, διαρκής, μόνιμος, ασταμάτητος, ...
Mots aléatoires
Incertitude en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμφισβητώ, αναστέλλω, αμφιβολία, κρεμώ, αβεβαιότητα, αμφιβάλλω, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Traductions: αμφισβητώ, αναστέλλω, αμφιβολία, κρεμώ, αβεβαιότητα, αμφιβάλλω, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα