Incident en grec
Traduction: incident, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκηνή, τυχαίος, ατύχημα, θύμα, επεισόδιο, πρόχειρος, περιστατικό, γεγονός, τοπίο, μεταξύ, άθλημα, θάνατος, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): incident
free incident, incident accident, incident antonymes, incident avion, incident bouygues, incident dictionnaire de langue grec, incident en grec
Traductions
- incidemment en grec - τυχαία, παρεμπιπτόντως, εξάλλου, συμπτωματικά, άλλωστε
- incidence en grec - αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
- incinèrent en grec - αποτεφρώνω, αποτεφρώνουν, αποτεφρώνει, αποτεφρώνετε, την αποτέφρωση, αποτεφρώνονται
- incinéra en grec - αποτέφρωση, αποτέφρωσης, καύση, καύσης, την αποτέφρωση
Mots aléatoires
Incident en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκηνή, τυχαίος, ατύχημα, θύμα, επεισόδιο, πρόχειρος, περιστατικό, γεγονός, τοπίο, μεταξύ, άθλημα, θάνατος, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Traductions: σκηνή, τυχαίος, ατύχημα, θύμα, επεισόδιο, πρόχειρος, περιστατικό, γεγονός, τοπίο, μεταξύ, άθλημα, θάνατος, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού