Indexé en grec
Traduction: indexé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευρετήριο, αναπροσαρμόζονται, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δείκτη, στο ευρετήριο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): indexé
indexer pdf, indexer son site, indexer un dossier, indexé access, indexé antonymes, indexé dictionnaire de langue grec, indexé en grec
Traductions
- indexation en grec - Αποδελτίωση, Ευρετηρίαση, Indexing, Ευρετήριο προσθηκών, δημιουργίας ευρετηρίου
- indexer en grec - ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
- indicateur en grec - φλας, βέλος, πίνακας, βέργα, οδηγός, καθοδηγώ, ξεναγός, ...
- indicatif en grec - γνέφω, σήμα, νεύω, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ...
Mots aléatoires
Indexé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευρετήριο, αναπροσαρμόζονται, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δείκτη, στο ευρετήριο
Traductions: ευρετήριο, αναπροσαρμόζονται, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δείκτη, στο ευρετήριο