Infaillible en grec
Traduction: infaillible, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αλάνθαστος, αδιάπτωτος, συνεχής, αλάθητος, αλάνθαστη, αλάνθαστο, μη νοθεύσιμο, ασφαλής
Autres langues
Mots associés / Définition (def): infaillible
color infaillible, infaillible 24h, infaillible antonymes, infaillible en anglais, infaillible fond de teint, infaillible dictionnaire de langue grec, infaillible en grec
Traductions
- inextricable en grec - περίπλοκος, πολύπλοκος, δυσεπίλυτος, ροζιάρικός, αδιέξοδος, αξεμπέρδευτος, αξεδιάλυτος, ...
- infaillibilité en grec - αλάθητο, αλάθητου, Το αλάθητο, Αλάθητον, Πρωτείο
- infailliblement en grec - αλάνθαστα, Αδιάβλητα, απλανώς, έγιναν οπωσδήποτε, έγιναν οπωσδήποτε αντιληπτές
- infamie en grec - όνειδος, ταπείνωση, ευτέλεια, προστυχιά, ατιμία, infamy, κακοφημία, ...
Mots aléatoires
Infaillible en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αλάνθαστος, αδιάπτωτος, συνεχής, αλάθητος, αλάνθαστη, αλάνθαστο, μη νοθεύσιμο, ασφαλής
Traductions: αλάνθαστος, αδιάπτωτος, συνεχής, αλάθητος, αλάνθαστη, αλάνθαστο, μη νοθεύσιμο, ασφαλής