Infidélité en grec
Traduction: infidélité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): infidélité
couple infidélité, femme infidélité, infidele, infidelite, infidèle, infidélité dictionnaire de langue grec, infidélité en grec
Traductions
- infester en grec - σκοτίζομαι, ενοχλώ, συναγερμός, τρομάζω, ενοχλούμαι, φασαρία, ανησυχώ, ...
- infidèle en grec - αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, άπιστος, άπιστοι, άπιστη, άπιστο, ...
- infiltration en grec - διείσδυση, ένεση, διήθηση, διείσδυσης, η διήθηση, ενδοδιήθηση
- infime en grec - λεπτό, ελαφρύς, προσβάλλω, τοσοδούλης, θίγω, λεπτομερής, μικρός, ...
Mots aléatoires
Infidélité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας
Traductions: απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας