Infime en grec
Traduction: infime, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λεπτό, ελαφρύς, προσβάλλω, τοσοδούλης, θίγω, λεπτομερής, μικρός, ασήμαντος, αμελητέος, μικροσκοπικός, κλασματικός, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, μικροσκοπικές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): infime
infime antonyme, infime antonymes, infime architecture, infime définition, infime en anglais, infime dictionnaire de langue grec, infime en grec
Traductions
- infidélité en grec - απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας
- infiltration en grec - διείσδυση, ένεση, διήθηση, διείσδυσης, η διήθηση, ενδοδιήθηση
- infini en grec - απεριόριστος, άπειρος, τεράστιος, αιώνιος, παντοτινός, άπειρο, αιωνιότητα, ...
- infiniment en grec - εξαιρετικά, απείρως, άπειρα, απεριόριστα, διαβαθμίσεις, άπειρες
Mots aléatoires
Infime en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λεπτό, ελαφρύς, προσβάλλω, τοσοδούλης, θίγω, λεπτομερής, μικρός, ασήμαντος, αμελητέος, μικροσκοπικός, κλασματικός, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, μικροσκοπικές
Traductions: λεπτό, ελαφρύς, προσβάλλω, τοσοδούλης, θίγω, λεπτομερής, μικρός, ασήμαντος, αμελητέος, μικροσκοπικός, κλασματικός, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, μικροσκοπικές