Inquisition en grec
Traduction: inquisition, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
Autres langues
Mots associés / Définition (def): inquisition
dragon age, dragon age 3, dragon age inquisition, inquisitio, inquisition antonymes, inquisition dictionnaire de langue grec, inquisition en grec
Traductions
- inquiet en grec - θυελλώδης, πολυτάραχος, ανυπόμονος, ανήσυχος, ταραγμένος, αναστατώνω, νευρικός, ...
- inquisiteur en grec - ιεροεξεταστής, αδιάκριτος, ανακριτής, ανακριτή, Ιεροεξεταστής, Ιεροεξεταστή, Inquisitor
- inquiète en grec - ανήσυχος, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ
- inquiétant en grec - αφύσικος, απόκοσμος, αλλόκοτος, ανησυχητικό, ανησυχητική, ανησυχητικές, ανησυχητικά, ...
Mots aléatoires
Inquisition en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
Traductions: ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος