Insensible en grec
Traduction: insensible, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρύος, κρυολόγημα, ανεπηρέαστος, αναίσθητος, απάνθρωπος, πούντα, στυγνός, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): insensible
insensible a la douleur, insensible antonymes, insensible bande annonce, insensible bande annonce francais, insensible en anglais, insensible dictionnaire de langue grec, insensible en grec
Traductions
- insensibiliser en grec - αναισθητοποιώ, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποιήσει, αναισθητοποιηθούν
- insensibilité en grec - αναισθησία, έλλειψη ευαισθησίας, μη ευαισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία
- insensiblement en grec - ανεπαίσθητα, ανεπαισθήτως, αδιόρατα, αφανώς, χωρίς να το αντιληφθεί
- insensé en grec - άρρωστος, έξαλλος, γελοίος, λωλός, ανόητος, κουζουλός, ανίκανος, ...
Mots aléatoires
Insensible en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρύος, κρυολόγημα, ανεπηρέαστος, αναίσθητος, απάνθρωπος, πούντα, στυγνός, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
Traductions: κρύος, κρυολόγημα, ανεπηρέαστος, αναίσθητος, απάνθρωπος, πούντα, στυγνός, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη