Intelligence en grec
Traduction: intelligence, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διανοούμενοι, αγχίνοια, αιτία, πνεύμα, πρόσβαση, κατανόηση, φόβος, εφευρετικότητα, λόγος, σύλληψη, ταραχή, ψυχοσύνθεση, φυλάξου, ηγούμαι, προσπέλαση, αιτιολογία, νοημοσύνη, πληροφοριών, νοημοσύνης, ευφυΐα, τη Νοημοσύνη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): intelligence
a.i. intelligence artificielle, ai intelligence artificielle, artificial intelligence, business, business intelligence, intelligence dictionnaire de langue grec, intelligence en grec
Traductions
- intellectuellement en grec - διανοητικά, πνευματικά, πνευματική, διανοητικώς, νοητικά
- intelligemment en grec - έξυπνα, έξυπνο, έξυπνο τρόπο, με έξυπνο, με έξυπνο τρόπο
- intelligent en grec - καπάτσος, τετραπέρατος, γοργός, οξυδερκής, ανήσυχος, γρήγορος, πανουργία, ...
- intelligentsia en grec - διανοούμενοι, διανόησης, διανόηση, διανοουμένων, διανοούμενους
Mots aléatoires
Intelligence en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διανοούμενοι, αγχίνοια, αιτία, πνεύμα, πρόσβαση, κατανόηση, φόβος, εφευρετικότητα, λόγος, σύλληψη, ταραχή, ψυχοσύνθεση, φυλάξου, ηγούμαι, προσπέλαση, αιτιολογία, νοημοσύνη, πληροφοριών, νοημοσύνης, ευφυΐα, τη Νοημοσύνη
Traductions: διανοούμενοι, αγχίνοια, αιτία, πνεύμα, πρόσβαση, κατανόηση, φόβος, εφευρετικότητα, λόγος, σύλληψη, ταραχή, ψυχοσύνθεση, φυλάξου, ηγούμαι, προσπέλαση, αιτιολογία, νοημοσύνη, πληροφοριών, νοημοσύνης, ευφυΐα, τη Νοημοσύνη