Investigation en grec
Traduction: investigation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εξερεύνηση, διερεύνηση, διεργασία, αναζήτηση, εξέταση, έρευνα, ερώτηση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): investigation
canal investigation, canal plus investigation, cash, cash investigation, investigation antonymes, investigation dictionnaire de langue grec, investigation en grec
Traductions
- investie en grec - επενδύσει, επένδυσε, επενδύονται, επενδύεται, επενδυθεί
- investies en grec - επενδύσει, επένδυσε, επενδύονται, επενδύεται, επενδυθεί
- investir en grec - διορίζομαι, βάζω, επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, τοποθετώ, τόπος, ...
- investirent en grec - επενδύσει, επένδυσε, επενδύονται, επενδύεται, επενδυθεί
Mots aléatoires
Investigation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εξερεύνηση, διερεύνηση, διεργασία, αναζήτηση, εξέταση, έρευνα, ερώτηση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
Traductions: εξερεύνηση, διερεύνηση, διεργασία, αναζήτηση, εξέταση, έρευνα, ερώτηση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης