Invoqué en grec
Traduction: invoqué, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επικαλείται, επικαλείται το, ενεργοποιεί, προβάλλει, επικαλείται την
Autres langues
Mots associés / Définition (def): invoqué
invoque allah, invoque antonymes, invoque grammaire, invoque le diable, invoque le nom du seigneur, invoqué dictionnaire de langue grec, invoqué en grec
Traductions
- invoquai en grec - επίκληση, επικαλέστηκε, που επικαλείται, επικαλεσθεί, αντικείμενο επίκλησης
- invoquant en grec - επίκληση, που επικαλείται, που επικαλείται το, επικαλείται το, επικαλούμενα
- invoquent en grec - επικαλούμαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
- invoquer en grec - επικαλούμαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Mots aléatoires
Invoqué en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επικαλείται, επικαλείται το, ενεργοποιεί, προβάλλει, επικαλείται την
Traductions: επικαλείται, επικαλείται το, ενεργοποιεί, προβάλλει, επικαλείται την