Justificatif en grec
Traduction: justificatif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμφιλεγόμενος, πειστήριο, ερειστικός, απόδειξη, δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): justificatif
carte grise justificatif, credit sans justificatif, crédit sans justificatif, justificatif antonymes, justificatif carte grise, justificatif dictionnaire de langue grec, justificatif en grec
Traductions
- justifiant en grec - δικαιολογούν, δικαιολογεί, που δικαιολογούν, που δικαιολογεί, αιτιολογούν
- justification en grec - πειστήριο, ασπρίζω, απόδειξη, αιτία, αιτιολογία, λόγος, αιτιολόγηση, ...
- justifie en grec - ΔΑΜ, εντάλματα, warrants, ενταλμάτων, εγγυάται
Mots aléatoires
Justificatif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμφιλεγόμενος, πειστήριο, ερειστικός, απόδειξη, δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης
Traductions: αμφιλεγόμενος, πειστήριο, ερειστικός, απόδειξη, δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης