Là en grec
Traduction: là, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εκεί, αυτό, της, αυτήν, αυτή, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Autres langues
Mots associés / Définition (def): là
amazon, banque postale, bon coin, facebook, gmail, là dictionnaire de langue grec, là en grec
Traductions
- l'israël en grec - Ισραήλ, israel, το Ισραήλ, του Ισραήλ
- l'oubli en grec - λήθη, λησμονιά, αμνησία, λησμοσύνη, λήθης, λησμονιάς
- label en grec - εθιμοτυπία, φώκια, βούλα, ετικέτα, αυτοκόλλητο, επιγραφή, σήμα, ...
- labeur en grec - μόχθος, κόπος, εργάζομαι, κοπιάζω, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, ...
Mots aléatoires
Là en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εκεί, αυτό, της, αυτήν, αυτή, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Traductions: εκεί, αυτό, της, αυτήν, αυτή, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει