Légèrement en grec
Traduction: légèrement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λίγο, κάπως, μερικός, μερικοί, ελαφρώς, μαλακά, εύκολα, επιπόλαια, λίγοι, ελαφρά, ελάχιστα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): légèrement
légèrement abruti, légèrement acide, légèrement aigre synonyme, légèrement antonyme, légèrement antonymes, légèrement dictionnaire de langue grec, légèrement en grec
Traductions
- léguées en grec - κληροδότησε, κληροδότησαν, κληροδοτήθηκε, κληροδοτήσει, κληροδότησε την
- légués en grec - κληροδότησε, κληροδότησαν, κληροδοτήθηκε, κληροδοτήσει, κληροδότησε την
- légèreté en grec - ευχέρεια, άνεση, καταπραΰνω, επιπολαιότητα, ευκολία, ευμεταβλησία, ελαφρότητα, ...
- lénifier en grec - άνεση, καταπραΰνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, μετριάζω, μετριασμό, μετριασθούν, ...
Mots aléatoires
Légèrement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λίγο, κάπως, μερικός, μερικοί, ελαφρώς, μαλακά, εύκολα, επιπόλαια, λίγοι, ελαφρά, ελάχιστα
Traductions: λίγο, κάπως, μερικός, μερικοί, ελαφρώς, μαλακά, εύκολα, επιπόλαια, λίγοι, ελαφρά, ελάχιστα