Légalisant en grec
Traduction: légalisant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της
Autres langues
Mots associés / Définition (def): légalisant
légalisant antonymes, légalisant grammaire, légalisant mots croisés, légalisant signification, légalisant synonyme, légalisant dictionnaire de langue grec, légalisant en grec
Traductions
- légalisa en grec - νομιμοποίησε, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιήθηκε, νομιμοποιηθούν, επικυρωμένα
- légalisation en grec - μαρτυρία, κατάθεση, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης
- légalisent en grec - νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Mots aléatoires
Légalisant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της
Traductions: νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της