Lénitif en grec
Traduction: lénitif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καθησυχαστικός, χαλαρωτικό, καταπραϋντική, καταπραϋντικό, καταπραϋντικές
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lénitif
lénitif antonymes, lénitif définition, lénitif grammaire, lénitif mots croisés, lénitif synonyme, lénitif dictionnaire de langue grec, lénitif en grec
Traductions
- légèreté en grec - ευχέρεια, άνεση, καταπραΰνω, επιπολαιότητα, ευκολία, ευμεταβλησία, ελαφρότητα, ...
- lénifier en grec - άνεση, καταπραΰνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, μετριάζω, μετριασμό, μετριασθούν, ...
- léopard en grec - λεοπάρδαλη, leopard, λεοπάρδαλης, λεοπάρ
- lépreux en grec - λεπρός, λεπρών, λεπρό, λεπρού, των λεπρών
Mots aléatoires
Lénitif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καθησυχαστικός, χαλαρωτικό, καταπραϋντική, καταπραϋντικό, καταπραϋντικές
Traductions: καθησυχαστικός, χαλαρωτικό, καταπραϋντική, καταπραϋντικό, καταπραϋντικές