Laborieux en grec
Traduction: laborieux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καίριος, επείγων, δριμύς, κοπιαστικός, τάφος, επιμελής, πολύμοχθος, εργατικός, σκληρός, βαρύς, δύσκολος, σέρτικος, επίπονος, αυστηρός, άμεσος, τύμβος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): laborieux
définition laborieux, laborieux anglais, laborieux antonyme, laborieux antonymes, laborieux définition, laborieux dictionnaire de langue grec, laborieux en grec
Traductions
- laborieuse en grec - κοπιαστικός, πολύμοχθος, επίπονος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική
- laborieusement en grec - επίπονα, κόπο, με κόπο, με δυσκολία, με προσπάθεια
- labour en grec - όργωμα, το όργωμα, οργώματος, άροση, άροσης
- labourable en grec - ploughable
Mots aléatoires
Laborieux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καίριος, επείγων, δριμύς, κοπιαστικός, τάφος, επιμελής, πολύμοχθος, εργατικός, σκληρός, βαρύς, δύσκολος, σέρτικος, επίπονος, αυστηρός, άμεσος, τύμβος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική
Traductions: καίριος, επείγων, δριμύς, κοπιαστικός, τάφος, επιμελής, πολύμοχθος, εργατικός, σκληρός, βαρύς, δύσκολος, σέρτικος, επίπονος, αυστηρός, άμεσος, τύμβος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική