Lasser en grec
Traduction: lasser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κουράζω, κουρασμένος, πλήττω, εξαντλώ, εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, νεφρίτης, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lasser
lacer, lacer chaussure, lacer ses chaussures, lacer vans, laser game, lasser dictionnaire de langue grec, lasser en grec
Traductions
- laser en grec - λέιζερ, με λέιζερ, λέηζερ
- lassant en grec - ανιαρός, μουντός, βαρετός, πληκτικός, μουχρός, βραδύς, κουραστικό, ...
- lassitude en grec - κόπωση, κούραση, κόπος, πλήξη, οκνηρία, βαρεμάρα, εξάντληση, ...
- lasso en grec - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
Mots aléatoires
Lasser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κουράζω, κουρασμένος, πλήττω, εξαντλώ, εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, νεφρίτης, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Traductions: κουράζω, κουρασμένος, πλήττω, εξαντλώ, εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, νεφρίτης, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα