Lexical en grec
Traduction: lexical, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lexical
champ, champ lexical, champ lexical ce2, champ lexical définition, champs, lexical dictionnaire de langue grec, lexical en grec
Traductions
- levées en grec - αρθεί, σήκωσε, αρθούν, ανυψώνεται, ανυψωθεί
- levés en grec - χωρομέτρηση, Τοπογράφων, τοπογράφηση, γεωδαιτικές, γεωδαιτικές εφαρμογές
- lexicographe en grec - λεξικογράφος, λεξικογράφο, λεξικογράφου, τον λεξικογράφο
- lexicographie en grec - λεξικογραφία, Λεξικογραφίας, τη λεξικογραφία, η λεξικογραφία, λεξικογραφικού
Mots aléatoires
Lexical en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές
Traductions: λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές