Licenciement en grec

Traduction: licenciement, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δημοσιεύω, απόλυση, χειραφέτηση, εκκρίνω, απολύω, αποπομπή, κυκλοφορώ, εκπυρσοκρότηση, εκροή, άφεση, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
Licenciement en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): licenciement

calcul indemnité licenciement, csp, faute grave, faute grave licenciement, inaptitude, licenciement dictionnaire de langue grec, licenciement en grec

Traductions

  • libérés en grec - κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε
  • licence en grec - άδεια, προνόμιο, επιτρέπω, βαθμός, φεύγω, επιχορήγηση, παραιτούμαι, ...
  • licencier en grec - πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, φωτιά, εκπυρσοκρότηση, εκκρίνω, εκροή, ...
  • licencieux en grec - έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, ...
Mots aléatoires
Licenciement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δημοσιεύω, απόλυση, χειραφέτηση, εκκρίνω, απολύω, αποπομπή, κυκλοφορώ, εκπυρσοκρότηση, εκροή, άφεση, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία