Licencieux en grec

Traduction: licencieux, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, αισχρός, άτακτος, φαιδρός, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος
Licencieux en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): licencieux

licencieux 3 lettres, licencieux antonyme, licencieux antonymes, licencieux définition, licencieux grammaire, licencieux dictionnaire de langue grec, licencieux en grec

Traductions

  • licenciement en grec - δημοσιεύω, απόλυση, χειραφέτηση, εκκρίνω, απολύω, αποπομπή, κυκλοφορώ, ...
  • licencier en grec - πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, φωτιά, εκπυρσοκρότηση, εκκρίνω, εκροή, ...
  • licencié en grec - κάτοχος άδειας, Δικαιούχος Άδειας Χρήσης, δικαιοδόχος, δικαιοδόχου, δικαιοδόχο
  • lichen en grec - λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας
Mots aléatoires
Licencieux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, αισχρός, άτακτος, φαιδρός, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος