Liquider en grec

Traduction: liquider, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκλείω, έκδηλος, εκκαθαρίζω, διαυγής, εξαλείφω, εναργής, ελευθερώνω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Liquider en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): liquider

liquider antonymes, liquider grammaire, liquider l'astreinte, liquider la tva, liquider mots croisés, liquider dictionnaire de langue grec, liquider en grec

Traductions

  • liquide en grec - άπταιστος, υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
  • liquident en grec - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
  • liquidez en grec - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
  • liquidité en grec - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
Mots aléatoires
Liquider en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκλείω, έκδηλος, εκκαθαρίζω, διαυγής, εξαλείφω, εναργής, ελευθερώνω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση