Liquidité en grec

Traduction: liquidité, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
Liquidité en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): liquidité

bale 3, contrat de liquidité, crise de liquidité, définition liquidité, liquidité antonymes, liquidité dictionnaire de langue grec, liquidité en grec

Traductions

  • liquider en grec - αποκλείω, έκδηλος, εκκαθαρίζω, διαυγής, εξαλείφω, εναργής, ελευθερώνω, ...
  • liquidez en grec - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
  • liquidons en grec - εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Mots aléatoires
Liquidité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα