Mâle en grec
Traduction: mâle, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τύπος, επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, άντρας, συνάδελφος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mâle
chat mâle, chaton mâle, fiche mâle, lapin mâle, le mâle, mâle dictionnaire de langue grec, mâle en grec
Traductions
- mâchées en grec - μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη
- mâchés en grec - μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη
- mât en grec - ιστός, κατάρτι, παλούκι, πάσσαλος, ιστό, σκελετού ανύψωσης, σκελετó ανύψωσης
- mâtin en grec - μαντρόσκυλο, Mastiff, μαστήφ, το μαντρόσκυλο, μαστίφ
Mots aléatoires
Mâle en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τύπος, επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, άντρας, συνάδελφος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Traductions: τύπος, επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, άντρας, συνάδελφος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών