Mécène en grec
Traduction: mécène, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θαμώνας, προστάτης, υποστηρικτής, ανάδοχος, χορηγός, χορηγός της, χορηγού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mécène
définition de mécène, le mécène, mecene, mécène antonymes, mécène cinéma, mécène dictionnaire de langue grec, mécène en grec
Traductions
- mécontentés en grec - δυσαρεστημένος, δυσαρεστήθηκε, δυσαρεστηθεί, δυσαρεστημένοι, δυσαρεστημένη
- mécénat en grec - πατρονάρισμα, προστασία, συμπαράσταση, αιγίδα, χορηγία, χορηγίας, τη χορηγία, ...
- médaille en grec - κονκάρδα, παράσημο, στολισμός, μετάλλιο, φοίνικας, πλάκα, κορδέλα, ...
Mots aléatoires
Mécène en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θαμώνας, προστάτης, υποστηρικτής, ανάδοχος, χορηγός, χορηγός της, χορηγού
Traductions: θαμώνας, προστάτης, υποστηρικτής, ανάδοχος, χορηγός, χορηγός της, χορηγού