Méditatif en grec
Traduction: méditatif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συλλογισμένος, διαλογισμού, στοχαστικό, στοχαστική, διαλογιστική
Autres langues
Mots associés / Définition (def): méditatif
castor méditatif, chant méditatif, dubitatif dictionnaire, dubitatif wikipédia, méditatif antonymes, méditatif dictionnaire de langue grec, méditatif en grec
Traductions
- méditai en grec - διαλογιζόταν, διαλογίστηκε, διαλογίζονταν, meditated, αντικείμενο στοχασμού
- méditant en grec - διαλογισμό, διαλογίζονται, meditating, να διαλογίζονται, διαλογίζεται
- méditation en grec - εικασία, σκέψη, νομίζω, κερδοσκοπία, εσκεμμένος, σκέφτομαι, διαλογισμός, ...
- méditative en grec - συλλογισμένος, στοχαστικό, Διαλογισμός, διαλογιστικές, Meditative
Mots aléatoires
Méditatif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συλλογισμένος, διαλογισμού, στοχαστικό, στοχαστική, διαλογιστική
Traductions: συλλογισμένος, διαλογισμού, στοχαστικό, στοχαστική, διαλογιστική