Méticuleux en grec
Traduction: méticuleux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευσυνείδητος, λεπτολόγος, κοπιαστικός, μικροπρεπής, αψίκορος, φιλόπονος, ακριβολόγος, ανήσυχος, σχολαστικός, σχολαστική, προσεγμένη, σχολαστικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): méticuleux
méticuleux adjectif, méticuleux antonyme, méticuleux antonymes, méticuleux définition, méticuleux définition wikipédia, méticuleux dictionnaire de langue grec, méticuleux en grec
Traductions
- méthodiquement en grec - μεθοδικά, μεθοδικότητα, μεθοδικό, μεθοδικό τρόπο, μεθοδική
- méthodologie en grec - μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μέθοδος, μεθοδολογία που, μέθοδο
- métier en grec - γραμμή, δουλειές, καριέρα, επιχείρηση, ρυτίδα, κατοχή, επιτήδευμα, ...
- métis en grec - μιγάς, μιγάδων, ινδοϊσπανός, mestizo, των μιγάδων
Mots aléatoires
Méticuleux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευσυνείδητος, λεπτολόγος, κοπιαστικός, μικροπρεπής, αψίκορος, φιλόπονος, ακριβολόγος, ανήσυχος, σχολαστικός, σχολαστική, προσεγμένη, σχολαστικό
Traductions: ευσυνείδητος, λεπτολόγος, κοπιαστικός, μικροπρεπής, αψίκορος, φιλόπονος, ακριβολόγος, ανήσυχος, σχολαστικός, σχολαστική, προσεγμένη, σχολαστικό