Macérer en grec
Traduction: macérer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμποτίζω, απότομος, μουσκεύω, απόκρημνος, βρέχω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): macérer
macérer antonymes, macérer conjugaison, macérer du poulet, macérer définition, macérer en arabe, macérer dictionnaire de langue grec, macérer en grec
Traductions
- macédonien en grec - Μακεδόνας, Μακεδονικό, Μακεδονικού, μακεδονική, μακεδονικής
- macération en grec - διάλυση, διαβροχή, διαβροχής, εμπότιση, τη διαβροχή
- madagascar en grec - Μαδαγασκάρη, Μαδαγασκάρης, της Μαδαγασκάρης, τη Μαδαγασκάρη, η Μαδαγασκάρη
- madame en grec - γυναίκα, σύζυγος, τεχνίτης, κυρία, κα, η κα, την κα, ...
Mots aléatoires
Macérer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμποτίζω, απότομος, μουσκεύω, απόκρημνος, βρέχω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Traductions: εμποτίζω, απότομος, μουσκεύω, απόκρημνος, βρέχω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν