Machiniste en grec
Traduction: machiniste, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τοπίο, σκηνή, σκηνοθετώ, μηχανικός, μηχανεύομαι, στάδιο, μηχανουργός, φάση, Machinist, μηχανουργικών, στη μηχανουργική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): machiniste
formation machiniste, le machiniste, machinisme agricole, machiniste antonymes, machiniste cintrier, machiniste dictionnaire de langue grec, machiniste en grec
Traductions
- machines en grec - μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
- machinisme en grec - μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
- machinistes en grec - machinists, Μηχανοτεχνιτών, τους μηχaνουργούς, τους μηχaνουργούς νa, μηχανολόγους
- machisme en grec - machismo, αλαζονεία, αντριλίκι, επίδειξη ανδρισμού, αρσενική κυριαρχία
Mots aléatoires
Machiniste en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τοπίο, σκηνή, σκηνοθετώ, μηχανικός, μηχανεύομαι, στάδιο, μηχανουργός, φάση, Machinist, μηχανουργικών, στη μηχανουργική
Traductions: τοπίο, σκηνή, σκηνοθετώ, μηχανικός, μηχανεύομαι, στάδιο, μηχανουργός, φάση, Machinist, μηχανουργικών, στη μηχανουργική