Majeur en grec
Traduction: majeur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): majeur
5 majeur, do majeur, la majeur, lac majeur, lac majeur italie, majeur dictionnaire de langue grec, majeur en grec
Traductions
- majesté en grec - αξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, μεγαλειότητα, το μεγαλείο, Αυτού Μεγαλειότητας
- majesté© en grec - μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια, ©
- majolique en grec - μαγιολική, μαγιόλικα, και μαγιολική, απο φαγιανς, μαγιόλικα από
- major en grec - σημαντικός, ταγματάρχης, προσωπικό, υπηρεσιακής κατάστασης, Το προσωπικό, υπηρεσιακής, υπηρεσιακής καταστάσεως
Mots aléatoires
Majeur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
Traductions: σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων